Αρκεί

-Που κρύφτηκε το γέλιο σου;

-Ο κόσμος δεν είναι όμορφος.

-Θες να γράψω ένα ποίημα, τόσο δυνατό, που θα τον γκρεμίσει και θα τον ξαναχτίσει από το μηδέν;

-Θέλω.

-Δεν μπορώ. Δεν είμαι ποιητής.

-Κακώς.

-Θες να γράψω ένα βιβλίο, να φτιάξω ένα νέο κόσμο στις σελίδες του, να βρεις εκεί καταφύγιο;

-Θέλω.

-Δεν μπορώ. Δεν είμαι συγγραφέας.

-Κακώς. Τι μπορείς;

-Κλείσε τα μάτια σου. Θα σε κάνω μια αγκαλιά, θα σου πω ένα τόσο καλό αστείο στο αυτί σου που θα σε ξεγελάσω για λίγο. Μόνο αυτό μπορώ.

-Αρκεί.

-Είσαι μικρός! -Είμαι μεγάλος!

(Διήγημά μου για το περιοδικό αναπνευστήρας, τεύχος 17!)

-Μέρα!!!
-Καλημέρα Νικήτα! Βαρέθηκε το πρωινό σου να σε περιμένει!
-Πάλι γάλα με «super sconic»;, ρε πατέρα!
-Να σε περιμένω να σε πάω σχολείο;
-Μπα. Ακόμα δεν έχει ανοίξει το μάτι. Θα ρίξω και μια ματιά στην εφημερίδα. Σημερινή είναι;
-Εφημερίδα πρωί πρωί; Είσαι μικρός για να διαβάζεις εφημερίδα;
-Είμαι μεγάλος! Είμαι οκτώ χρονών!
-Ε, αφού είσαι μεγάλος, φεύγω. Πήγαινε με το λεωφορείο στο σχολείο. Ομπρέλα να πάρεις γιατί βρέχει.
-Ντάξ!

Διήγημα: Ανάμεσα στο βράχο και στο γυαλί

(Διήγημά μου για το περιοδικό αναπνευστήρας, τεύχος 16!)

Είδαν τον πυκνό καπνό να ανεβαίνει από την καλύβα του βουνού στον καθαρό ουρανό αλλά δεν έδωσαν σημασία. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης, που ήταν χτισμένη στους πρόποδες του βουνού, περίμεναν να το πει η τηλεόραση για να πάρουν χαμπάρι τη φωτιά. Τότε μόνο πετάχτηκαν έντρομοι στην κεντρική πλατεία όπου οι κάμερες και τα μικρόφωνα περίμεναν τα τρομοκρατημένα τους βλέμματα και τις αναστατωμένες τους φωνές. Βλέμματα που δεν βρίσκουν τον ντόμπρο δρόμο, φωνές που δεν ακούγονται την ώρα που πρέπει αλλά περιμένουν την κακιά στιγμή για να λαλήσουν.

Φεύγα σου λέω!

Για σένα που την Ελλάδα την έχεις μέσα στην καρδιά σου, και όχι σαν σημαία στο μπαλκόνι σου και σαν φωτογραφία εξώφυλλο στο facebook. Μόνο για σένα πλέον θα γράφω. Για σένα που αγαπάς τη ζωή και τον άνθρωπο.

Μεταξύ του ντιν και του νταν της Μεγαλοπαρασκευιάτικης καμπάνας

Μεταξύ του ενός ντιν και του ενός νταν μιας μεγαλοπαρασκευιάτικης καμπάνας κρύβεται ολόκληρη η ζωή μας. Πένθιμο, αργό το τέμπο, αυτό το μεταξύ κρατάει μερικά δευτερόλεπτα που μοιάζουν με ώρες. 

Αχόρταγο πέλαγος

Κουλουριασμένη στα γόνατά σου, με την πάνινη κούκλα σου αγκαλιά, προσπαθείς να ζεσταθείς μέσα στην παλιόβαρκα. Τί σκέψεις να κάνεις άραγε μέσα στο μικρό σου κεφαλάκι; Ίσως να φέρνεις στην μνήμη σου εικόνες φρίκης της καταστρεμμένης από τον πόλεμο χώρας σου. Ίσως να φαντάζεσαι ότι σύντομα θα βρεθείς επιτέλους μέσα σε ένα ζεστό, φωτεινό δωμάτιο. Εξάλλου κουράστηκες τόσες μέρες μακριά από το σπίτι σου, ατελείωτο μοιάζει αυτό το ταξίδι. Στην αρχή, αμέτρητα χιλιόμετρα περπάτημα και τώρα στοιβαγμένη μέσα στη βάρκα, μαζί με άλλα παιδιά και μεγάλους μένετε σιωπηλοί. Ακούγονται μόνο οι συνομιλίες των Τούρκων δουλεμπόρων και ο παφλασμός των άγριων κυμάτων.


Στα όπλα

Χτυπάει το τηλέφωνο για ώρα.
-Ορίστε!
-Σήκωσε το ρε παππού μια ώρα! Κουφάθηκες για τα καλά εκεί πάνω στο βουνό;
-Ήμουν έξω και φτυάριζα το χιόνι.
-Πρόσεχε μη φας καμιά τούμπα, γέρος άνθρωπος, και τρέχουμε για κηδείες χειμωνιάτικα στα όρη στα άγρια βουνά.
-Φάε τη γλώσσα σου, βρε γρουσούζη!
-Εμ, τι να πω, κάνεις τον παλικαρά τώρα στα στερνά σου! Πέθανε και η γιαγιά που κάπως σε μάζευε.
-Ποια στερνά μου, βρε σπόρε; Ούτε καν 88!
-Τελοσπάντων. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις! Για άλλο σε πήρα!
-Για λέγε.

Οι μεταρρυθμίσεις

Σχεδόν κάθε Κυριακή πρωί στην εκκλησία της κεντρικής πλατείας της επαρχιακής πόλης. Ο ένας μπροστά με το κεφάλι να κοιτάει περήφανα ευθεία και ο άλλος στα πίσω καθίσματα με λυγισμένο το κορμί να προσεύχεται. Ο κύριος Αγαμέμνονας, συνταξιούχος πλέον, αλλά παλιά μεγάλος και τρανός αρχιτέκτονας της πόλης διαφημιζόταν σε κάθε θεία λειτουργία σαν ευυπόληπτος πολίτης, ενίοτε παρίστανε και τον ψάλτη. Ο κυρ Τάκης, συνταξιούχος αγρότης, τί να διαφήμιζε; Τη φτώχεια του; Καθόταν πάντα πίσω για να περνάει απαρατήρητος και να μπορεί να προσεύχεται συγκεντρωμένος.

Το πιο μουντό σύννεφο


(Αφιερωμένο στις κοπέλες των φυλακών Ελαιώνα)

Καθώς το αγοράκι στέγνωνε με το σεσουάρ την ταλαιπωρημένη και βρεγμένη δεκαοχτούρα, της ζήτησε να του πει πώς βρέθηκε στον φωταγωγό της πολυκατοικίας του.

Αόρατα χέρια

Η περίοδος των διακοπών πάντα η ίδια για αυτήν την τετραμελή οικογένεια. Τέλη Αυγούστου μέχρι αρχές Σεπτέμβρη. Για να είναι μόνοι να πετάνε πέτρες ελεύθερα στην θάλασσα χωρίς να κινδυνεύουν να πετύχουν κανέναν στο δόξα πατρί. Το μέσο μεταφοράς το ίδιο, η λευκή κλούβα η οποία λειτουργούσε και σαν κατάλυμα, ρίχνοντας ένα μεγάλο στρώμα κατάχαμα. Η μόνη διαφορά στις φετινές διακοπές είναι πως τα δύο τους κορίτσια λείπανε. Φοιτήτρια η μια στo Ρέθυμνο ετοιμάζονταν για την εξεταστική και η άλλη δούλευε στην Αθήνα από το πρωί έως το βράδυ. Για αυτό φέτος, το ζευγάρι ξεκίνησε  μονάχο το ταξίδι, ο Φάνης και η Τασία. Μόλις έφτασαν στην κορυφή του βουνού, που τους έκρυβε την θάλασσα, ο Φάνης έβαλε δευτέρα, για να μην πατάει συνέχεια φρένο, το αμάξι άρχισε να λύνεται στον κατήφορο, το ίδιο και η γλώσσα του, αν και συνήθως ήταν σιωπηλός στον ενδοοικογενειακό του βίο.

Πέντε λεπτά νωρίτερα

Ήταν κάποτε μια όμορφη πόλη με φιλήσυχους μα και ευκολόπιστους κατοίκους. Είχαν την αφέλεια να νομίζουν πως ζούσαν και δούλευαν ελεύθεροι ενώ στην πραγματικότητα τους καταδυνάστευαν ο βασιλιάς και οι γραμματιζούμενοι αυλικοί του, οι όποιοι καρπωνόντουσαν και το μεγαλύτερο μερίδιο από τους κόπους των πολιτών. Στην υπηρεσία της πόλης και του συμφέροντος είχε θέσει τον εαυτό της και μια πολύ έξυπνη κοπέλα που την έλεγαν Οικονομία, εν συντομία Μία. Με τα νούμερα κανένας δεν της πήγαινε κόντρα. «Εγώ θα σας κάνω κουμάντο με τα δημόσια χρήματά μας, αν μου έχετε εμπιστοσύνη» είπε και όλοι συμφώνησαν, αφού ξέρανε πως ήταν δίκαιη κοπέλα και μαθηματική ιδιοφυία. Μα δυστυχώς ούτε αυτή αφέθηκε ελεύθερη να πράξει το καθήκον της για το κοινό όφελος του συνόλου των πολιτών, με την διαφορά πως εκείνη ήξερε ότι ήταν σκλαβωμένη αφού την είχε φυλακίσει η κυβερνητική κλίκα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στα ανάκτορα του βασιλιά. 

Η συμφωνία

Το αμφιθέατρο της φιλοσοφικής, λίγο πριν την έναρξη της εξέτασης, ήταν σχεδόν άδειο. Η Λένα μπήκε μέσα κατευθυνόμενη στα πίσω έδρανα, στην γαλαρία, όπου βρίσκονταν η Μαρία που δεν την γνώριζε. Εξάλλου δεν πάταγε καθόλου στη σχολή εδώ και μήνες, παρόλο που έπρεπε να τελειώσει μέσα στο ερχόμενο έτος. Έκατσε ακριβώς δίπλα της, μπας και αντιγράψει τίποτα αφού είχε πάει σαν τουρίστρια χωρίς να ανοίξει βιβλίο. Όπως πάντα στην κοσμάρα της, δεν κατάλαβε αμέσως πως η Μαρία είχε πρόβλημα με τα πόδια της και δεν μπορούσε να κινηθεί χωρίς καροτσάκι. Στρογγυλοκάθισε σταυροπόδι, άναψε, χωρίς να ρωτήσει, τσιγάρο και ο καπνός πήγαινε κατευθείαν στο πρόσωπο της Μαρίας. Κάθε λογικός άνθρωπος θα είχε νευριάσει αλλά εκείνη την κοίταζε με ένα ειδικό βλέμμα γεμάτο κατανόηση και ηρεμία. Η Λένα διαισθάνθηκε το διαπεραστικό βλέμμα της Μαρίας και αισθάνθηκε αμηχανία αλλά και μια περίεργη θαλπωρή.

Το παλιό εικοσάρικο

Τα ήξερε τα χούγια του αμαξιού του ο Κυρ Νίκος. Κοντά τριάντα δύο χρόνια ήταν η συντροφιά του το γαλάζιο όπελ καντέτ με τα χίλια διακόσια κυβικά του. Πάλιωσε το όχημα πάλιωσε και ο οδηγός και ας μην ήταν πολύ μεγάλος. Μόλις είχε βγει στην σύνταξη αλλά δεν πρόλαβε να την χαρεί, τον χτύπησε στους πνεύμονες η κακιά αρρώστια. Έτρεχε από γιατρό σε γιατρό, από νοσοκομείο σε νοσοκομείο αλλά το ένιωθε πως το τέλος ερχόταν. Το ένιωθε ίσως και το πιστό του το αμάξι που όλο και συχνότερα τον άφηνε βραδιάτικα στις ερημιές. Δεν ήθελε όμως να το αλλάξει, είχε συνηθίσει τις χαμηλές ταχύτητες, το χαλασμένο ραδιόφωνο και το παλιό εικοσάρικο. Μόνο το παλιό εικοσάρικο του είχε ταιριάξει στο χαλασμένο παράθυρο για να σφηνώνει το τζάμι στην σχισμή της πόρτας του οδηγού. Όποτε ήθελε να το ανοίξει για να κάνει τσιγάρο έβγαζε το μεταλλικό κέρμα και το τζάμι κατέβαινε σαν να ήταν μαγικό ή σύγχρονο ηλεκτρονικό.

Όπου μιλάει ο άνεμος


Μετασχηματίζεται το σώμα με πόνο, αλληλοσυγκρούονται στο μυαλό οι σκέψεις με ορμή. Δύσκολο να είσαι έφηβος και ακόμα δυσκολότερο να προσπαθείς να ζεις και να ονειρεύεσαι σε έναν κόσμο ανταγωνιστικό. Ηθέλε λίγο να ξαφύγει, για αυτό μετά το σχολείο, φορτωμένος με την σάκα του και το άγχος του για τις εξετάσεις που πλησιάζουν, πήρε το ανηφορικό μονοπάτι προς το πευκόφυτο βουνό. Παρόλο το ταχύ νεανικό του βήμα, αισθάνονταν ότι σερνόταν σαν τις κάμπιες που μόλις είχαν κάνει όπως και η άνοιξη την εμφάνιση τους. Σαν έφτασε στην κορυφή, κρυμμένος μέσα στα δέντρα, ήθελε απλά να ουρλιάξει, να διώξει ό,τι τον έπνιγε, να φωνάξει με τόση ένταση ώστε κι ο δυνατός αέρας που λυσσομανούσε, να πάψει να ακούγεται, να φαντάζει σαν θρόισμα. Πήρε βαθιά ανάσα…

Η επιστολή της Αλήθειας

Σήμερα γιορτάζει το Ψέμα και έτσι αποφάσισε η Αλήθεια να του στείλει μέσω επιστολής τις ευχές της! 


Φίλτατο και αγαπητό Ψέμα, 

Ίσως σε παραξενέψει η επιστολή μου αυτή, λόγω της αντίθετης φιλοσοφίας ζωής που έχουμε, αλλά θα προσπαθήσω να λύσω εν συντομία το μυστήριο. Θα ήθελα να σου ευχηθώ από τα βάθη της ψυχής μου "χρόνια πολλά". Να είσαι γερό και δυνατό σαν τα ψηλά βουνά για να γιορτάζεις κάθε πρώτη του Απρίλη και να με ξεκουράζεις έστω και για αυτές τις 24 ώρες. 

Κουράστηκα φιλαράκι Ψέμα, κουράστηκα να μην μπορώ να βρω ένα απόκρυφο μέρος να κρυφτώ σε αυτήν την χώρα. Με αναζητούν παντού σαν μανιακοί οι κάτοικοι της, χωρίς εμένα δεν μπορούν να ζήσουν. Τρέχω σαν τρελή να μεταλαμπαδεύσω την λάμψη μου από άκρη σε άκρη, ούτε πυγολαμπίδα να ήμουν η δόλια. «Πρέπει να λάμψει η αλήθεια για να μπει το μαχαίρι στο κόκαλο» είναι το σλόγκαν τους. Με καλούνε συνέχεια στα δελτία ειδήσεων, στις πολιτικές ομιλίες, με πάθος και ζήλο με κυνηγούν σαν θήραμα οι φοιτητές και οι καθηγητές στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, ενώ οι ερωτοχτυπημένοι μαγαρίζουν το όνομα μου στα ραβασάκια τους καθώς ορκίζονται «Σ’ αγαπώ μα την Αλήθεια»! Αμ, τους ψαράδες και τους κυνηγούς που να τους προλάβω; Καλά παιδιά δεν λέω αλλά να με ξυπνάνε χαράματα επειδή γουστάρουν την παρέα μου; Και άσε πόσοι με υπερασπίζονται κάθε μέρα, κάθε ώρα, μιλιούνια! 

Βαρέθηκα Ψέμα, μα πιο πολύ βαρέθηκα να με γιορτάζουν όλον τον χρόνο. Τόση γιορτή, τόση ευτυχία με πνίγει! Χεσμένη από χαρά είμαι πάντα! Σαν συγκαμένη προχωρώ η καψερή! Έχω δοκιμάσει τα πάντα, μωρομάντιλα, πούδρα, τζίφος! Μόνο η πρωταπριλιά με αναπαύει όταν γιορτάζουν εσένα. Για αυτό να είσαι καλά! Να χαίρεσαι το όνομα σου!

Με τιμή, 
Η φίλη σου Αλήθεια

Αμόλα καλούμπα!

Στην αρχή όλοι χαίρονταν με το λαμπρό ουρανό,

Μετά ήρθαν κάποιοι παλαβοί,
Και ούρλιαζαν πως τα αστέρια έπεσαν, 
Ο ήλιος έσβησε,
Παρόλο που το φως ακόμα έλαμπε, 

Και όσο κι αν ακούγεται περίεργο,
Την λογική και την αλήθεια λίγοι τις υπερασπίστηκαν,
Οι περισσότεροι δεν πείστηκαν, 
Όμως προσποιήθηκαν, 
Εξάλλου με το σκοτάδι βολεύτηκαν, 
Που απλώθηκε στην πολιτεία, 
Αρπάξανε την ευκαιρία,
Να κρύψουν της ψυχής τους το τίποτα, 
Στην ψεύτικη μαυρίλα, 
Στα μπαούλα, στα υπόγεια,
Να κλειδώσουν της ζωής τους το μηδέν,

Μα τα παιδιά δεν τα κουμαντάρουν, 
Καθαρή έρχεται Δευτέρα, 
Θα αμολήσουν καλούμπα,
Θα πετάξουν χαρταετό,
Θα μπουν όμως οι δειλοί στον πειρασμό,
Να στρέψουν το βλέμμα στον ουρανό, 
Στον φωτεινό ουρανό;

Λουλούδι από τον κήπο σου



Δεν το χώραγε το μικρό του κεφαλάκι αυτό που συνέβαινε στην ίδια του τη γειτονιά, ακριβώς απέναντι από το σπίτι του. Του την είχε διηγηθεί ο πατέρας του την ιστορία.

Ε, βασιλιά ώρα καλή, τραγούδι




Από το τελευταίο μου παραμύθι ¨Ε, βασιλιά ώρα καλή¨ ξεπετάχτηκε απροσδόκητα ένα τραγούδι. Το μελοποίησε ο αδερφός μου ο Γιάννης και το τραγουδάει μαζί με την γυναίκα του τη Βιβή (οικογενειακή υπόθεση). Η ηχογράφηση έγινε με ερασιτεχνικά μέσα αλλά με επαγγελματικό μεράκι. 

Ε, εσύ με το σακί, 
Έκανα σκέψη λογική, 
Όχι, δεν έχω πιεί ρακί, 
Ούτε το έχεις φανταστεί, 
Σε τι παγίδα έχουμε πιαστεί, 
Σε ένα παιχνίδι του μυαλού, 
Σε ένα κυνήγι θησαυρού, 
Άνθρακας είναι και ο χρυσός, 
Εγώ κουτός και εσύ χαζός, 
Ιδρώνουμε πάνω στη Γή, 
Και προσδοκούμε μιαν αυγή, 
Που δεν σκοπεύει να φανεί, 

Αν εμείς, αν εμείς… 

Βλέπεις εκείνη την ανηφοριά, 
Πάει καρφί στον βασιλιά, 
Πάμε μαζί, 
Με μια φωνή, 
Με μιαν αδάμαστη ψυχή, 
Να πούμε αλλάζουμε ζωή, 
Ε, Βασιλιά ώρα καλή, 
Κράτα εσύ κάθε φλουρί, 
Κρατάμε εμείς όλη τη γη, 
Ελιά, κρασί και λογική, 
Θα φτιάξουμε απ’ την αρχή, 
Μια πολιτεία μαγική, 
Δεν θα χει ανάγκη το χρυσό, 
Αλλά το λόγο τον καλό.


Ε, Βασιλιά ώρα καλή

Θα στο έλεγα εγώ αυτό το παραμύθι αλλά άσε καλύτερα να το διηγηθούν αυτοί που το έζησαν, ή μάλλον αυτοί που το ζούνε, πρώτα ο βασιλιάς και μετά ο δούλος.