Το αγοράκι με το τσακμάκι.

             
Ελληνόπουλο έτυχε να είναι το αγόρι του παραμυθιού, ήταν δεν ήταν 12 χρονών, με χνούδι από μουστάκι στο πρόσωπο του. Δεν ήταν ούτε φτωχό, ούτε πλούσιο, άνηκε, χωρίς να το γνωρίζει, στην μεσοαστική τάξη. Εκείνη την κρύα μα ηλιόλουστη μέρα, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2013, βάδιζε στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης. Παρατηρούσε τους ενήλικες να τρέχουν αλαφιασμένοι να μπαινοβγαίνουν στις τράπεζες, να ψάχνουν με αγωνία στα πορτοφόλια τους χρήματα για να πληρώσουν τα τελευταία χαράτσια του χρόνου που φεύγει. Δεν έμενε ούτε δεκάρα τσακιστή για τον λαχειοπώλη της πλατείας που προσπαθούσε μάταια να ξεφορτωθεί τα μαγικά χαρτάκια. Το αγόρι ήθελε να αγοράσει έναν λαχνό αλλά το χαρτζιλίκι του είχε υποστεί σημαντική μείωση τα τελευταία 3 χρόνια της κρίσης. Δύο ευρώ είχε όλα και όλα στην τσέπη του μπουφάν του.

Μουριά δίχως μούρα




Δύο τύποι βαριεστημένοι, με γραβάτες από το λαιμό δεμένοι και με δύο χαρτοφύλακες φορτωμένοι, περνούν την σκουριασμένη αυλόπορτα. Τι τους έλαχε Δευτεριάτικα να πάνε μέσα στο καταχείμωνο να κάνουν κατάσχεση σπιτιού σε ορεινό χωρίο. Ένα παλαιό σπιτάκι, με ιδρώτα χτισμένο χάνεται γιατί ο νοικοκύρης του αδυνατούσε να καλύψει τις δόσεις του δανείου. Εκείνος τους περίμενε, όρθιος και ακίνητος κάτω από ένα δένδρο δίχως φύλλα. Οι γείτονες παρακολουθούσαν από τις γρίλιες των κλειστών παραθύρων, σαν να βλέπανε ταινία στον κινηματογράφο. Μερικοί, ενδόμυχα χαιρόντουσαν για την κατάντια του γείτονα τους, έχοντας την ψευδαίσθηση πως οι τράπεζες δεν θα πειράξουν το δικό τους το τσαρδί.

Νέα μάσκα πραγμάτων

Υπήρχε μια πόλη τόσο όμορφη μα και τόσο βασανισμένη. Ο ήλιος ήταν πάντα φίλος της και την ζέσταινε τις περισσότερες μέρες του χρόνου. Τα σύννεφα περνούσαν περιστασιακά πάνω από τον ουρανό της αλλά χωρίς ποτέ να καταφέρνουν να γκριζάρουν το μοναδικό φωτεινό της χρώμα. Και από την καρποφόρα γη της τρεφόντουσαν άνθρωποι και ζωντανά. Ευλογημένο τόπο τον χαρακτήριζαν πολλοί για αυτό μάλλον η Λογική και η Ελευθερία διάλεξαν να γεννηθούν εκεί. Δυστυχώς όμως οι Έννοιες αυτές κρύφτηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Κρύφτηκαν μέσα στα μυαλά των πολιτών της για να σωθούν από τους αλλεπάλληλους πολέμους, τις πολιορκίες και τα τυραννικά καθεστώτα που καταταλαιπωρούσαν την πόλη κατά καιρούς.

Η αρπαχτή

Σα βγεις στον πηγαιμό για την αρπαχτή,
να εύχεσαι να είναι βρώμικος ο δρόμος,
γεμάτος φράγκα, γεμάτος κορόιδα.
Τους αστυνομικούς και τους δημοσιογράφους,
τον αφηρημένο εφοριακό μη φοβάσαι ,
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ δεν θα βρεις,
αν μεν η θέση σου υψηλή αν εκλεκτή
συγκίνησης την τσέπη και τον λογαριασμό σου αγγίζει.




Δεύτερη ευκαιρία στον Άνθρωπο...

Στο πολύ μακρινό μέλλον τίποτα δεν μοιάζει με την σημερινή πραγματικότητα. Ένας πυρηνικός πόλεμος έχει καταστρέψει σχεδόν τα πάντα. Ένα μόνο είδος ζωής έχει επιβιώσει, οι κατσαρίδες. Μάλιστα έχουν εξελιχθεί τόσο πολύ που όχι μόνο μιλάνε αλλά σκέφτονται, αναρωτιούνται και γράφουν. Παρακάτω είναι ένα απόσπασμα από μια εφημερίδα τους ,που ταξίδεψε πίσω στο χρόνο και έφτασε στις σελίδες αυτού του βιβλίου.

Κριτική για το βιβλίο από books.matia.gr


Υπάρχει ένα πλάσμα σε ετούτο τον -όμορφο κατά πολλούς και μάταιο κατά μερικούς- κόσμο, το οποίο το συναντάμε από τα πιο παλαιά φιλοσοφικά ερωτήματα ως το πιο μικρό ακριτικό χωριό της χώρας μας. Ένα πλάσμα που γι αυτό έχουν γραφτεί μεταξύ άλλων και εκατοντάδες -μην πω χιλιάδες- συνταγές μαγειρικής! Σας μιλώ φυσικά για την κότα. Στην προκειμένη περίπτωση βέβαια, δεν αναφερόμαστε σε οποιαδήποτε κότα αλλά στην ηρωίδα και αφηγήτρια του Άγγελου Μαρίνη στο πρώτο του βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Όσα δεν φτάνω τα κάνω παραμύθια». Ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2011 από τις εκδόσεις Μπατσιούλα, με μια εξαίσια και ισάξια του κειμένου εικονογράφηση που υπογράφει ο Κλεάνθης Σιμυρδάνης!

Θρύψαλα και χρώματα

Ήμουν ένας κλασικός σύγχρονος τύπος. Ζούσα την ζωή μου απλά, χωρίς να αναρωτιέμαι για οτιδήποτε. Ήμουν ένας γυαλάκιας. Φορούσα γυαλιά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήμουν φορέας ενός σπάνιου ιού και απαγορευόταν να ανοίξω τα ματιά μου απροστάτευτα, χωρίς τα «ειδικά» γυαλιά. Τουλάχιστον έτσι μου είχαν πει οι πάνσοφοι οφθαλμίατροί μου. Μόλις ξυπνούσα φορούσα τα μεγάλα, μαύρα, κοκάλινα γυαλιά μου και ξεκινούσα τη μέρα. Ακόμα και μπάνιο με τα γυαλιά έκανα. Μερικές φορές μάλιστα κοιμόμουν και με αυτά γιατί ως αφελής είχα πιστέψει ότι έτσι τα όνειρα μου θα ήταν ευκρινέστερα.