Το αγοράκι με το τσακμάκι.

             
Ελληνόπουλο έτυχε να είναι το αγόρι του παραμυθιού, ήταν δεν ήταν 12 χρονών, με χνούδι από μουστάκι στο πρόσωπο του. Δεν ήταν ούτε φτωχό, ούτε πλούσιο, άνηκε, χωρίς να το γνωρίζει, στην μεσοαστική τάξη. Εκείνη την κρύα μα ηλιόλουστη μέρα, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2013, βάδιζε στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης. Παρατηρούσε τους ενήλικες να τρέχουν αλαφιασμένοι να μπαινοβγαίνουν στις τράπεζες, να ψάχνουν με αγωνία στα πορτοφόλια τους χρήματα για να πληρώσουν τα τελευταία χαράτσια του χρόνου που φεύγει. Δεν έμενε ούτε δεκάρα τσακιστή για τον λαχειοπώλη της πλατείας που προσπαθούσε μάταια να ξεφορτωθεί τα μαγικά χαρτάκια. Το αγόρι ήθελε να αγοράσει έναν λαχνό αλλά το χαρτζιλίκι του είχε υποστεί σημαντική μείωση τα τελευταία 3 χρόνια της κρίσης. Δύο ευρώ είχε όλα και όλα στην τσέπη του μπουφάν του.

Κοντοστάθηκε έξω από μια καφετέρια, κάτι του κίνησε την παιδική του περιέργεια. Μια κοπέλα κωφάλαλη, φορτωμένη με ένα σακίδιο στην πλάτη της, μοίραζε την πραμάτεια της στους θαμώνες. Λίγοι αγόραζαν, οι περισσότεροι δεν έδιναν καν σημασία στην αθόρυβη παρουσία της. Άξαφνα τα βλέμματα τους συναντηθήκαν. Το αγόρι χωρίς να το σκεφτεί, έβγαλε το 2ευρω από την τσέπη του, με νοήματα συνεννοήθηκε με την κοπέλα και αγόρασε έναν αναπτήρα. Εύλογα κάποιος θα αναρωτηθεί τί τον ήθελε ο σπόρος τον αναπτήρα. Μπας  και καπνίζει η μισοριξιά; Όχι, απλά στην χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου φέτος  έπαιξαν θεατρικό το γνωστό παραμύθι ¨το κοριτσάκι με τα σπίρτα¨. Έτσι του ήρθε η ιδέα να δοκιμάσει την δικιά του τύχη στον κόσμο των οραμάτων. Και επειδή οι εποχές άλλαξαν και η ανθρωπότητα προόδεψε, τα σπίρτα έγιναν αναπτήρας.

Με το τσακμάκι στα κρύα του χεράκια, σκέφτηκε να περιμένει να βραδιάσει αλλά δεν είχε δα και τόση υπομονή. Εξάλλου τα οράματα δεν φανερώνονται μόνο τα βράδια, τα οράματα θέλουν μάτια κλειστά, καρδιά ανοιχτή και φαντασία ελεύθερη. Βρήκε λοιπόν ένα  μισοσπασμένο  παγκάκι σε ένα πάλαι ποτέ πολυσύχναστο σοκάκι που τώρα ήταν γεμάτο από κλειστά καταστήματα. Κάθισε, κατέβασε τα βλέφαρα του, πήρε μια βαθιά αναπνοή και γύρισε την ροδέλα του αναπτήρα. Αρχικά σκοτάδι, μετά λίγο φως, ύστερα χρώματα πολλά και ακαθόριστες μορφές που σιγά σιγά μετασχηματίστηκαν σε ανθρώπινες φιγούρες.

Έβλεπε πλέον καθαρά ενήλικες ανθρώπους να κάθονται σε σχολικά θρανία. Έλληνες και Ελληνίδες σε κάθε σχολείο, σε κάθε τάξη συζητούσαν, διαφωνούσαν αλλά φαινόντουσαν να προσπαθούν να βρουν μια λύση σε ένα πρόβλημα που τους απασχολούσε πολύ έντονα. Ώσπου στο τέλος την βρήκανε. Σε κάθε μαυροπίνακα της χώρας γράφτηκε μονάχα μια λέξη ¨Ελευθερία¨. Αποφάσισαν από κοινού να κάνουν το αυτονόητο, να παραβλέψουν τα χαρτιά των τραπεζών για τα οποία δεν είχαν καμία ευθύνη. Όλα τα χρέη σβήστηκαν, εκτός από τα δανεικά που είχε δώσει παιδί σε παιδί. Αυτό συνέφερε και το αγόρι αφού είχε δανείσει όλο του το κομπόδεμα από τα περσινά κάλαντα  στην μεγάλη του αδερφή. Επιπλέον θέσπισαν νέους, αυστηρούς νόμους που θα προάσπιζαν τις ζωές όλων των πολιτών. Όμως η μεταλλική ροδέλα είχε ζεσταθεί, έδωσε σήμα στον αντίχειρα του να αποτραβηχτεί από το κουμπί. Η πρώτη φλόγα έσβησε.

Έβαλε το δάχτυλο του στο στόμα για να το κρυώσει με το σάλιο του και χωρίς να χάσει χρόνο ξανάναψε την φλόγα. Είδε τότε όλους τους μεγάλους, απαλλαγμένους από το άχθος του χρέους και θωρακισμένους  με τους  νέους νόμους, να έχουν πάρει την ζωή στα χέρια τους. Τις μέρες δούλευαν σκληρά και τα βράδια γλεντούσαν τρελά. Κοιμόντουσαν λίγο αλλά δεν τους ένοιαζε. Η τσάπα του αγρότη έπαιρνε φωτιά, η κιμωλία του δάσκαλου γινόταν αστραπιαία σκόνη, το μολύβι του μαθητή γλιστρούσε από ιδρώτα και το κατσαβίδι του εργάτη γέμιζε μουντζούρα. Στα πανεπιστήμια φοιτητές και καθηγητές από κοινού στα πνευματικά χαρακώματα έψαχναν και έβρισκαν νέους τρόπους για να πάνε την επιστήμη κάθε μέρα, ένα βήμα πιο πέρα. Άνεργοι δεν υπήρχαν, ούτε υποσιτισμένα παιδιά και άστεγο δεν έβλεπες στον δρόμο εκτός αν τον είχε διώξει από το σπίτι του κανέναν η γυναίκα του.

Και έτσι τα χρόνια πέρασαν, ο τρόπος ζωής μα προπάντων ο τρόπος σκέψης άλλαξε ριζικά. Οι πόλεις γίνανε πιο ανθρώπινες, η ποδηλασία και το περπάτημα έγιναν της μόδας, το νέφος εξανεμίστηκε από τα αστικά κέντρα, τα αμάξια ήταν ελάχιστα αφού τα μέσα μαζικής μεταφοράς κάλυπταν κάθε γωνιά της επικράτειας, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βρήκαν ευρεία εφαρμογή. Τα παιδιά παίζανε άφοβα στα πάρκα, κανένας δεν έχτιζε αυθαίρετα στα δάση, οι παραλίες ήτανε όλες δημόσιες και ελεύθερες για όλους και οι ρακέτες έγιναν ολυμπιακό άθλημα.  Και το ¨καλυτερότερο¨ ήταν ότι οι επιστήμονες βρήκαν τον τρόπο να φτιάξουν παγωτά που τα παιδιά τα έτρωγαν άφοβα και τον χειμώνα χωρίς να πονάει ο λαιμός τους.

Σε κάθε νησί εγκαταστάθηκε πανεπιστημιακό ίδρυμα και σπουδαστές έρχονταν από κάθε γωνιά της γης για να μάθουν τον νέο τρόπο σκέψης. Γενικά με οποιαδήποτε ιδιότητα έρχονταν κάποιος ξένος στην χώρα, φοιτητής, μετανάστης, τουρίστας, αντιμετωπιζόταν σαν φιλοξενούμενος. Ήρθαν πολλοί μουσαφιραίοι από τότε, είδαν, συμμετείχαν και στο τέλος οι περισσότεροι έφυγαν για τις πατρίδες τους μεταλαμπαδεύοντας παντού τον νέο τρόπο ζωής και έτσι απλά όλος ο κόσμος άρχισε να μεταμορφώνεται προς το καλύτερο.

Το αγόρι  ήξερε πριν  καν ανοίξει τα μάτια του, ότι το πυρωμένο μέταλλο του είχε αφήσει ένα ενθύμιο, μια φουσκάλα στο δάχτυλο του για να θυμάται το όραμα του. Σήκωσε τα βλέφαρα του, στάθηκε όρθιος, έκρυψε το μαγικό τσακμάκι στην κάλτσα του και κατευθύνθηκε μπρος το σπίτι. Στο δρόμο, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει, ένιωθε την αλλαγή. Αλλά αυτή την φορά δεν την φαντάζονταν, την είδε στα μάτια του λαχειοπώλη της πλατείας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου