Το παλιό εικοσάρικο

Τα ήξερε τα χούγια του αμαξιού του ο Κυρ Νίκος. Κοντά τριάντα δύο χρόνια ήταν η συντροφιά του το γαλάζιο όπελ καντέτ με τα χίλια διακόσια κυβικά του. Πάλιωσε το όχημα πάλιωσε και ο οδηγός και ας μην ήταν πολύ μεγάλος. Μόλις είχε βγει στην σύνταξη αλλά δεν πρόλαβε να την χαρεί, τον χτύπησε στους πνεύμονες η κακιά αρρώστια. Έτρεχε από γιατρό σε γιατρό, από νοσοκομείο σε νοσοκομείο αλλά το ένιωθε πως το τέλος ερχόταν. Το ένιωθε ίσως και το πιστό του το αμάξι που όλο και συχνότερα τον άφηνε βραδιάτικα στις ερημιές. Δεν ήθελε όμως να το αλλάξει, είχε συνηθίσει τις χαμηλές ταχύτητες, το χαλασμένο ραδιόφωνο και το παλιό εικοσάρικο. Μόνο το παλιό εικοσάρικο του είχε ταιριάξει στο χαλασμένο παράθυρο για να σφηνώνει το τζάμι στην σχισμή της πόρτας του οδηγού. Όποτε ήθελε να το ανοίξει για να κάνει τσιγάρο έβγαζε το μεταλλικό κέρμα και το τζάμι κατέβαινε σαν να ήταν μαγικό ή σύγχρονο ηλεκτρονικό.



Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί, σαν ερχόταν το τέλος είχε την έντονη αίσθηση πώς κάτι είχε αμελήσει να τακτοποιήσει. Παράξενες ιδέες καρφώνονται σε ανθρώπους υπό την πίεση του χρόνου και του θανάτου. Έτσι και ο κυρ Νίκος θυμήθηκε την Ελιά που είχε κληρονομήσει αλλά εγκαταλείψει στο έλεος του θεού και της φύσης και είχε χρόνια να την επισκεφτεί. Την φοβόταν την Ελιά επειδή ήταν «παράξενη» αφού δεν ήθελε να μεγαλώσει. Μια Ελιά που πολλές φορές φάνηκε πως θα έβγαζε καρπούς αλλά πάντα στο τέλος έμενε άκαρπη. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες από τον παππού του και τον πατέρα του, ήταν κάτι το ιερό για αυτούς και είχαν δώσει πολλούς αγώνες γενιές και γενιές της οικογενείας για να την φυτέψουν και να την διατηρήσουν. Εκείνος όμως την είχε σχεδόν ξεχάσει αφού δούλευε σαν λογιστής και δεν έβγαζε το ψωμί του από την γη. Μα εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι εξαιτίας της, έτσι πήρε την απόφαση το πρωί να ξεκινήσει για εκείνο το μικρό κομμάτι γης.


Όταν ήρθε η αυγή, φόρτωσε στο πορτ μπαγκάζ του καντέτ τα κατάλληλα εργαλεία περιποίησης, πριόνι, τσάπα, μαχαίρι και σπάγκο. Δεν ήθελε να πάει μόνος του για αυτό ζήτησε από τον μεγαλύτερο γιο του τον Γιώργο να τον συνοδεύσει και εκείνος δεν του χάλασε το χατίρι. Έτσι ξεκίνησαν το πρωινό τους ταξίδι. Στο δρόμο ο Κυρ Νίκος αφηγήθηκε με συντομία την ιστορία της Ελιάς. Όταν έφτασαν στο χωράφι δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν την Ελιά από τα βάτα, τα αγκάθια και τις τσουκνίδες που την είχαν περικυκλώσει. Ασφυκτιούσε η άμοιρη από τα άγρια χόρτα που πίνανε το νερό της και τρώγανε τα πολύτιμα συστατικά του χώματός της. Αγρίεψε και εκείνη για να αντέξει την ασχήμια, άλλαξε η φύση της και η υφή της. Δεν έδειχνε ικανή να καρποφορήσει. «Πατέρα, χαμένη υπόθεση φαίνεται αυτή η Ελιά. Καλύτερα να βάλουμε μια φωτιά να την κάψουμε μαζί με τα αγριόχορτα και να φυτέψουμε μια άλλη, νέα» είπε ο Γιώργος. Μα ο κυρ Νίκος έβαλε και έσφιξε στο χέρι του γιου του την τσάπα. «Αυτή η Ελιά έχει βαθιές ρίζες» του είπε και του έκλεισε συνωμοτικά το μάτι.

Εκείνος κράτησε για τον εαυτό του το πριόνι. Πατέρας και γιος κλάδευαν και σκάλιζαν με μανία και δύναμη για πολλή ώρα ώσπου να τελειώσουν με την σαβούρα. Αμέσως άλλαξε όψη η Ελιά, ευχαριστήθηκε φρέσκο αέρα. Μα δεν αρκούσε. Δεν αρκούσε η δύναμη που σπατάλησαν, έπρεπε να αφήσουν και γνώση πάνω της για να μπορέσει να ορθοποδήσει και να ξαναγίνει ήμερη και ωραία. Την κλάδεψαν και αυτήν, την ξεγύμνωσαν από την ασχήμια της, αφήνοντας μόνο τον λεπτό της κορμό. Και πάνω του, με το μαχαίρι άνοιξαν μια μικρή τομή και δέσανε με σπάγκο σαν μπάλωμα ένα μικρό κομμάτι από άλλη, καλή ελιά. Την μπολιάσανε την άγρια Ελιά για να γίνει πάλι όμορφη και δυνατή. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να βγάλουν τον σπάγκο μετά από 8 μέρες. Μα ο Κυρ Νίκος δεν άντεξε τόσες μέρες. Χτυπημένος από την αρρώστια πέθανε τρείς μέρες μετά.

Έτσι ο Γιώργης έπρεπε να αφαιρέσει μόνος του τον σπάγκο από την Ελιά. Πήρε το αμάξι του πατέρα του, έβγαλε το εικοσάρικο από την σχισμή γιατί έκανε πολύ ζέστη και τράβηξε κατά τον μικρό ελαιώνα. Πλησίασε την Ελιά, αφαίρεσε τον σπάγκο και μόλις που μπορούσε να διακρίνει πως το μπόλι είχε πιάσει και ένα νέο κλωνάρι ξεπεταγόταν από το σημείο του μπαλώματος. Χάρηκε πολύ αλλά πριν φύγει έπρεπε να κάνει και κάτι τελευταίο, να κάψει τα ξεραμένα πλέον αγριόχορτα που είχαν κόψει και αφήσει σε μια γωνιά. Με ένα τσακμάκι, άναψε την φλόγα και απομακρύνθηκε από την φωτιά, σε απόσταση όμως που ένιωθε την καυτή της ανάσα. Τον λύτρωσε η δυνατή φωτιά, έκαψε κάθε κόμπο στην καρδιά και στο μυαλό του. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί όταν συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μια απλή ελιά αλλά ο διαχρονικός αγώνας για πραγματική ελευθερία, που σαν σύνδεσμος τον ένωνε με τον πατέρα του, τον παππού του και όλους τους προγενέστερους του που είχαν δώσει μάχες για αυτή την γη. Πριν φύγει ο Γιώργος από το χωράφι άφησε το παλιό εικοσάρικο στο έδαφος και ένα μισογεμάτο πακέτο τσιγάρα, αυτό που δεν πρόλαβε να τελειώσει ο Κυρ Νίκος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου