Διήγημα: Ανάμεσα στο βράχο και στο γυαλί

(Διήγημά μου για το περιοδικό αναπνευστήρας, τεύχος 16!)

Είδαν τον πυκνό καπνό να ανεβαίνει από την καλύβα του βουνού στον καθαρό ουρανό αλλά δεν έδωσαν σημασία. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης, που ήταν χτισμένη στους πρόποδες του βουνού, περίμεναν να το πει η τηλεόραση για να πάρουν χαμπάρι τη φωτιά. Τότε μόνο πετάχτηκαν έντρομοι στην κεντρική πλατεία όπου οι κάμερες και τα μικρόφωνα περίμεναν τα τρομοκρατημένα τους βλέμματα και τις αναστατωμένες τους φωνές. Βλέμματα που δεν βρίσκουν τον ντόμπρο δρόμο, φωνές που δεν ακούγονται την ώρα που πρέπει αλλά περιμένουν την κακιά στιγμή για να λαλήσουν.


Αφού έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, πρώτη μίλησε η κομμώτρια στα κανάλια: «Ακούστε να δείτε. Ποιος ξέρει τί πήγε να κάνει στην παράγκα του και άρπαξε φωτιά. Ευτυχώς που δεν φύσαγε να μας έκαιγε όλους ζωντανούς! Προφανώς του έστριψε. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Ήρθε τις προάλλες για πρώτη φορά στο μαγαζί μου, εκεί στην γωνία Κομμώσεις Καίτη, τον ξύρισα, τον κούρεψα και μετά του έβαψα τα μαλλιά. Βάψε γέρο μαλλιά τώρα στα γεράματα. Ήθελε και χρώμα να μοιάζει με το κομπολόι του. Παραξενιές! Γράφει τώρα η κάμερα; Μην το γράφετε αυτό. Εμένα δεν μου αρέσουν οι βαψομαλλιάδες.».
Σειρά πήρε ο έμπορος μπροστά από το φακό: «Κάτι δεν πήγαινε καλά με εκείνον. Ποτέ δεν είχε πατήσει το πόδι του στο καφενείο ακόμα και αν είχε ποδόσφαιρο. Ποτέ του δεν είχε ενισχύσει την τοπική αγορά, παρά μονάχα προχθές που αγόρασε ένα άσπρο πουκάμισο από το πολυκατάστημά μου. Αλλά τώρα τελευταία είχε παραξενέψει τελείως. Ακόμα και την αίσθηση του χρόνου είχε χάσει. Κλάδεψε πριν λίγες μέρες, μέσα καλοκαιριού, τα δέντρα γύρω από την καλύβα του. Μάλλον τον ρήμαξε ο θάνατος της γυναίκας που είχε κοντά του. Είχε κουβαλήσει μια μελαμψή ξένη, από τα ταξίδια του. Ναυτικός ήταν, ποιος ξέρει που τη βρήκε. Εμένα δεν με κόφτει αλλά δεν είναι σωστά πράγματα αυτά. Ούτε με νοιάζει τί κάνει καθένας σπίτι του αλλά όχι και να τη θάψει στον κήπο του! Ούτε στο νεκροταφείο δεν την πήγε. Σαν αγρίμια ζούσανε.».

Αυτές ήτανε οι συγκλονιστικές μαρτυρίες και όλοι οι παρευρισκόμενοι στην πλατεία κουνούσαν το κεφάλι τους συγκαταβατικά. Όλοι εκτός από ένα νεαρό, που στεκόταν παράμερα από το πλήθος. Ήταν ο φωτογράφος της πόλης. Κάτι δεν κόλλαγε στο μυαλό του. Το ήξερε καλά το «παράξενο» ζευγάρι, το είχε γνωρίσει σε μια φωτογραφική του εξόρμηση στο βουνό και από τότε, μόλις το επέτρεπε ο καιρός, δεν έχανε ευκαιρία να τους επισκέπτεται. Στο φιλόξενο σπίτι τους που ήταν χτισμένο μόνο από φυσικά υλικά -ξύλο, πέτρα και γυαλί- έβρισκε πάντα ένα ποτήρι γάλα, ένα αυγό, μια σαλάτα, ένα πιάτο όσπρια. Γιατί με λίγα πράγματα ζούσαν, με τα απολύτως απαραίτητα. Είχαν μερικές κότες, μια κατσίκα και ένα μικρό περιβολάκι. Ποτέ δεν τους έλειψε κάτι αλλά και ποτέ δεν τους περίσσεψε. Ισοσκελισμένος προϋπολογισμός. Σακούλα με ψώνια δεν μπήκε στο σπίτι, σακούλα με σκουπίδια δεν βγήκε. Εκτός από τα καλούδια που του πρόσφεραν εκεί πάντα έπαιρνε ωραίες κουβέντες, πασπαλισμένες με σοφία από τον καθαρό βουνίσιο αέρα. Κουβέντες βγαλμένες από φωνές που τσακίζανε κόκαλα από την ευθύτητά τους και ραγίζανε καρδιές με την καλοσύνη τους. Έτσι ζούσαν ο Νίκος και η Μπέλα.

Ο Νίκος ήταν ντόπιος αλλά δεν είχε πολλές παρτίδες με τους συμπατριώτες του. Από μικρό τον συνέπαιρνε η θάλασσα, ένιωθε ξένος στην ορεινή πόλη έτσι μπάρκαρε νωρίς, για να γνωρίσει άλλους τόπους, έθιμα και ιδέες. Θα μπορούσε να είχε μαζέψει πολλά λεφτά αλλά δεν το έκανε, τα επένδυσε όλα στους ανθρώπους και στην ηδονή της συντροφιάς τους. Κουράστηκε όμως μετά από είκοσι χρόνια να τριγυρνάει στου κόσμου τα πελάγη και αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Και μιας και δεν είχε Πηνελόπη να τον περιμένει, βρήκε σε ένα μακρινό νησί μια όμορφη γυναίκα και την πήρε μαζί του. Μόλις πάτησαν το πόδι τους στην πόλη κατάλαβαν πως το βουνό θα ήταν καταλληλότερο μέρος να αγκυροβολήσουν. Έτσι έζησαν και γέρασαν στις κορυφές.
Δύο μέρες πριν τη φωτιά, ο Νίκος είχε πάει στο μαγαζί του νεαρού φωτογράφου. Ξεκούμπωσε ένα από τα χαμηλά κουμπιά του πουκαμίσου και έβγαλε μια παλιά φωτογραφία της Μπέλας, στην οποία είχε χαραχθεί ανεξίτηλα η εξωτική και η νεανική της φρεσκάδα.
-Καλημέρα, του είπε. Δυστυχώς ποτέ μου δεν έβγαινα φωτογραφίες και δεν έχω μια που να ταιριάζει χρονικά με ετούτη της Μπέλας μου. Πούλησα τις κότες και την κατσίκα, πήγα ξυρίστηκα, κουρεύτηκα, έβαψα τα μαλλιά μου χρώμα σαν το κεχριμπάρι όπως τα είχα νέος και αγόρασα ένα ολοκαίνουργιο πουκάμισο. Βγάλε με μια για να φαίνομαι και εγώ πιο κοντά στην ηλικία της και αν μπορείς να μας κολλήσεις και τους δύο σε μια φωτογραφία. Γίνεται;
-Φυσικά και γίνεται.
Ο Νίκος έκατσε στην καρέκλα κοίταξε κατάματα το φακό και το κλικ ακούστηκε.
-Έτοιμος. Έλα σε λίγες μέρες να την πάρεις.
-Φερ’ την μου εσύ καλύτερα. Αν λείπω, θα καταλάβεις που πρέπει να την αφήσεις.
-Ετοιμάζεις νέο ταξίδι;
-Ναι. Περιμένω να σταματήσει ο αέρας, που μας πλάνταξε τόσες μέρες, για να ξεκινήσω.
-Μα συνήθως οι ναυτικοί περιμένουν να φυσήξει.
-Το λιμάνι πρέπει να είναι απάνεμο την ώρα της αναχώρησης. Φεύγω τώρα. Έχω δουλειά.
-Πολύ βιαστικός είσαι. Με τι καταπιάνεσαι;
-Παλεύω με τα βράχια. Έχε γεια.
-Να πας στο καλό!

Αυτός ήταν ο Νίκος. Μέχρι και τα του θανάτου του είχε υπολογίσει. Είχε κλαδέψει τα δέντρα και περίμενε να σταματήσει ο αέρας, πριν ανάψει τη σπίθα, για να μην επεκταθεί η φωτιά. Έκαψε την καλύβα, τα λιγοστά του υπάρχοντα και τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι η στάχτη σκέπασε κάθε ίχνος ανθρώπινης παρέμβασης στο βουνό. Μόνο ένας σκαλισμένος βράχος έμεινε να θυμίζει κάτι. Τελευταία πράξη του Νίκου. Πάλεψε με έναν πελώριο βράχο και τον μεταμόρφωσε σε ένα φυσικό παγκάκι για να ξαποσταίνουν οι περιπατητές. Παγκάκι με θέα την πόλη, τον κάμπο, και στο πολύ βάθος τη θάλασσα. Σκάλισε και ένα ρηχό αυλάκι, ψηλά πάνω στο βράχο, ένα αυλάκι που το κάλυψε με ένα τζαμάκι. Ανάμεσα στο γυαλί και στο βράχο ένα μικρό κενό. Χωρούσε μόνο ένα κομμάτι χαρτί. Ίσως μια φωτογραφία…

Ο αναπνευστήρας κυκλοφορεί σε 2.000 αντίτυπα, σε πολλές πόλεις της Ελλάδος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου