-Είσαι μικρός! -Είμαι μεγάλος!

(Διήγημά μου για το περιοδικό αναπνευστήρας, τεύχος 17!)

-Μέρα!!!
-Καλημέρα Νικήτα! Βαρέθηκε το πρωινό σου να σε περιμένει!
-Πάλι γάλα με «super sconic»;, ρε πατέρα!
-Να σε περιμένω να σε πάω σχολείο;
-Μπα. Ακόμα δεν έχει ανοίξει το μάτι. Θα ρίξω και μια ματιά στην εφημερίδα. Σημερινή είναι;
-Εφημερίδα πρωί πρωί; Είσαι μικρός για να διαβάζεις εφημερίδα;
-Είμαι μεγάλος! Είμαι οκτώ χρονών!
-Ε, αφού είσαι μεγάλος, φεύγω. Πήγαινε με το λεωφορείο στο σχολείο. Ομπρέλα να πάρεις γιατί βρέχει.
-Ντάξ!

Με το ένα χέρι γύριζε τα φύλλα της πολιτικής εφημερίδας και με το άλλο κρατούσε την κούπα με το σοκολατούχο γάλα. Γρήγορες ματιές έριχνε στους τίτλους, ώσπου το μάτι του έπεσε σε μια φωτογραφία ενός διαμελισμένου παιδιού ανάμεσα στα ερείπια μιας ολοκληρωτικά κατεστραμμένης γειτονιάς. Δεν άντεξε να διαβάσει τα λόγια που συνόδευαν τη φωτογραφία. Ντύθηκε γρήγορα, άρπαξε την πολύχρωμη ομπρέλα του και κίνησε για τη στάση του λεωφορείου. Το λεωφορείο ήρθε και εκείνος επιβιβάστηκε. Έπιασε θέση παράθυρο και άρχισε να παρατηρεί τις χοντρές σταγόνες που κυλούσαν στα πλαϊνά τζάμια του λεωφορείου. Αποκοιμήθηκε.

Τότε, ένας δυνατός άνεμος ξεκόλλησε την οροφή του λεωφορείου, ο Νικήτας άνοιξε την ομπρέλα να προστατευτεί από τη δυνατή βροχή αλλά ήταν τέτοια η ορμή του αέρα που άρχισε να πετάει μαζί της προσπαθώντας να κρατηθεί πάνω της με νύχια και με δόντια. Κατάλαβε όμως γρήγορα πως ονειροπετούσε και χαλάρωσε, απολαμβάνοντας το ταξίδι του πάνω από τα χιονισμένα βουνά και την ταραγμένη θάλασσα. Άφησε την ομπρέλα να τον πάει όπου εκείνη ήθελε και τελικά βρεθήκαν σε μια βομβαρδισμένη γειτονιά, μιας παραθαλάσσιας πόλης, που μόνο τανκς κυκλοφορούσαν. Θυμήθηκε αμέσως τη φωτογραφία της εφημερίδας.
Κόντευε να προσγειωθεί και μπορούσε πλέον να ακούσει τον απαίσιο ήχο των ερπυστριών που σερνόταν. Η καρδιά του άρχισε να πάλλεται από τον τρόμο. Ξαφνικά, μέσα στο γκρίζο τοπίο, βλέπει ένα αγόρι να τρέχει να σωθεί από ένα αφηνιασμένο τανκ, πατώντας συντρίμμι το συντρίμμι. Μα ήχο πιο αποκρουστικό από τις ερπύστριες έκαναν οι δύο στρατιώτες που το οδηγούσαν. Γελούσαν σαν ψυχοπαθείς καθώς κυνηγούσαν το μικρό παιδί.

Με το ένα χέρι γαντζωμένο στην ομπρέλα άπλωσε το άλλο για να μπορέσει να τραβήξει και να σώσει το κυνηγημένο παιδί. Εκείνο έβγαλε μια ολόλευκη μαντίλα από το λαιμό του, κράτησε τη μια άκρη της, πέταξε την άλλη προς τον ιπτάμενο αγόρι, εκείνο την άρπαξε με μιας και έτσι η μαντίλα έγινε ένας αυτοσχέδιος κρίκος σωτηρίας του. Τον τραβούσε από την μαντίλα. Είχαν ήδη αναπτύξει ταχύτητα. Είχαν χαράξει πορεία προς τον ουρανό, αφήνοντας πίσω το τανκ και το θάνατο.
-Κρατήσου!
-Που πάμε;
-Πάμε στη χώρα μου, να σωθείς από τον πόλεμο.
-Και εδώ τί θα γίνει;
-Το εδώ καταστράφηκε! Δε βλέπεις;
-Εγώ θα μείνω!
-Πόσο θα αντέξεις κυνηγημένος να ζεις σ’ένα διαλυμένο τόπο;
-Θα κατέβω. Πρέπει να υπερασπιστώ αυτόν τον τόπο, τη δικιά μου λωρίδα γης!
-Μα είσαι μικρός!
-Είμαι μεγάλος, είμαι οκτώ χρονών!
-Μα δεν έχεις καμία ελπίδα κοντά σε αυτό το σιδερένιο θηρίο, θα σε καταπιεί κάτω από τα σαγόνια του.
-Νομίζεις!, είπε και άφησε το χέρι του από τη μαντίλα και προσγειώθηκε πάλι στα χαλάσματα.

Το τανκ πλησίαζε και από τους στρατιώτες πέφτανε τα σάλια. Το παιδί έβγαλε από την πίσω τσέπη τη σφεντόνα του, έσκυψε να βρει μια πέτρα, σηκώθηκε, σημάδεψε και την εκσφενδόνισε. Το τανκ συνέχισε απτόητο την πορεία του. Ο μικρός έβαλε τη σφεντόνα πίσω στη τσέπη του. Το τανκ ήταν πλέον σε απόσταση αναπνοής, εκείνος άρχισε να τρέχει όχι για να απομακρυνθεί αλλά για να έρθει μια στιγμή νωρίτερα μπροστά στο άρμα. Δάκρυα κυλούσαν από τα βρώμικα μάγουλά του. Δάκρυα περηφάνιας, όχι δάκρυα φόβου. Βούτηξε τις μπουνιές του στα δακρυσμένα του μάτια και επιτάχυνε ακόμα περισσότερο, ορμώντας με μανία στο τανκ.

Ο Νικήτας ξύπνησε ταραγμένος μην αντέχοντας να δει το άγριο αποτέλεσμα μιας άνισης μάχης. Το λεωφορείο κόντευε να φτάσει στο σχολείο, η βροχή συνεχίζονταν μόνο που οι σταγόνες ήταν πλέον κόκκινες. Άσχημοι καιροί παντού, σκέφτηκε! Το μόνο που τον καθησύχαζε σε αυτούς τους άσχημους καιρούς ήταν ότι λίγο πριν ανοίξει τα μάτια του κατάφερε να δει πως η μικρή πέτρα από την σφεντόνα, οι ποτισμένες με δάκρυα μικρές γροθιές είχαν κάνει μια ζημιά στα κρύα μέταλλα του πολέμου. Μικρή ζημιά μεν, αλλά μεγάλης σημασίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου